Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηρίζω
μήρινθος
μηρίον
Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
View word page
μηρυκισμός
chewing the cud

ShortDef

chewing the cud

Debugging

Headword:
μηρυκισμός
Headword (normalized):
μηρυκισμός
Headword (normalized/stripped):
μηρυκισμος
IDX:
56832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56833
Key:

Data

{'content': 'chewing the cud'}