Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μῆριγξ
μηρίζω
μήρινθος
μηρίον
Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μήρυξ
μηρύομαι
μήστωρ
Μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
View word page
μηρυκάζω
chew the cud
ShortDef
chew the cud
Debugging
Headword:
μηρυκάζω
Headword (normalized):
μηρυκάζω
Headword (normalized/stripped):
μηρυκαζω
IDX:
56831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56832
Key:
Data
{'content': 'chew the cud'}