Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μῃονίη
Μῃονίς
μήποθεν
μήποτε
μήπω
μήπως
μηρία
μηριαῖος
μῆριγξ
μηρίζω
μήρινθος
μηρίον
Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
μηρυκισμός
μήρυμα
View word page
μήρινθος
a cord, line, string

ShortDef

a cord, line, string

Debugging

Headword:
μήρινθος
Headword (normalized):
μήρινθος
Headword (normalized/stripped):
μηρινθος
IDX:
56823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56824
Key:

Data

{'content': 'a cord, line, string'}