Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μῆον
Μῄονες
Μῃονίη
Μῃονίς
μήποθεν
μήποτε
μήπω
μήπως
μηρία
μηριαῖος
μῆριγξ
μηρίζω
μήρινθος
μηρίον
Μηριόνης
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρυκάζω
View word page
μῆριγξ
bristle
ShortDef
bristle
Debugging
Headword:
μῆριγξ
Headword (normalized):
μῆριγξ
Headword (normalized/stripped):
μηριγξ
IDX:
56821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56822
Key:
Data
{'content': 'bristle'}