Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναθάρσησις
ἀναθαρσύνω
ἀναθεάομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλάζω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
View word page
ἀναθέρμανσις
warming again
ShortDef
warming again
Debugging
Headword:
ἀναθέρμανσις
Headword (normalized):
ἀναθέρμανσις
Headword (normalized/stripped):
αναθερμανσις
IDX:
5681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5682
Key:
Data
{'content': 'warming again'}