Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθαρσέω
ἀναθάρσησις
ἀναθαρσύνω
ἀναθεάομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
ἀναθηλάζω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
View word page
ἀναθερμαίνω
to warm up, heat again

ShortDef

to warm up, heat again

Debugging

Headword:
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized):
ἀναθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αναθερμαινω
IDX:
5680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5681
Key:

Data

{'content': 'to warm up, heat again'}