Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μηνιασταί
μηνιαστεία
μηνιγγότρωτος
μηνιγγοφύλαξ
μῆνιγξ
μηνιεῖος
μηνιθμός
μήνιμα
Μήνιος
μῆνις
μηνίσκος
μηνιταῖος
μηνιτής
μηνίω
Μηνόδωρος
μηνοειδής
μηνόρηκτος
μήνυμα
μήνυσις
μηνυτέον
μηνυτήρ
View word page
μηνίσκος
a crescent
ShortDef
a crescent
Debugging
Headword:
μηνίσκος
Headword (normalized):
μηνίσκος
Headword (normalized/stripped):
μηνισκος
IDX:
56795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56796
Key:
Data
{'content': 'a crescent'}