Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μήνη
μηνιαῖος
μηνιάρχης
Μηνιασταί
μηνιαστεία
μηνιγγότρωτος
μηνιγγοφύλαξ
μῆνιγξ
μηνιεῖος
μηνιθμός
μήνιμα
Μήνιος
μῆνις
μηνίσκος
μηνιταῖος
μηνιτής
μηνίω
Μηνόδωρος
μηνοειδής
μηνόρηκτος
μήνυμα
View word page
μήνιμα
a cause of wrath
ShortDef
a cause of wrath
Debugging
Headword:
μήνιμα
Headword (normalized):
μήνιμα
Headword (normalized/stripped):
μηνιμα
IDX:
56792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56793
Key:
Data
{'content': 'a cause of wrath'}