Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μήν2
μηναγύρτης
μηναῖος
μηνάνθος
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
μηνιάρχης
Μηνιασταί
μηνιαστεία
μηνιγγότρωτος
μηνιγγοφύλαξ
μῆνιγξ
μηνιεῖος
μηνιθμός
μήνιμα
Μήνιος
μῆνις
μηνίσκος
μηνιταῖος
μηνιτής
View word page
μηνιγγότρωτος
having an injury to the dura mater
ShortDef
having an injury to the dura mater
Debugging
Headword:
μηνιγγότρωτος
Headword (normalized):
μηνιγγότρωτος
Headword (normalized/stripped):
μηνιγγοτρωτος
IDX:
56787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56788
Key:
Data
{'content': 'having an injury to the dura mater'}