Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθάλλω
ἀναθάλπω
ἀνάθαλψις
ἀναθαρσέω
ἀναθάρσησις
ἀναθαρσύνω
ἀναθεάομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
ἀναθεωρέω
ἀναθεώρησις
View word page
ἀναθεματισμός
a cursing

ShortDef

a cursing

Debugging

Headword:
ἀναθεματισμός
Headword (normalized):
ἀναθεματισμός
Headword (normalized/stripped):
αναθεματισμος
IDX:
5677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5678
Key:

Data

{'content': 'a cursing'}