Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μηλόω
μήλωθρον
μηλών
μηλώσιος
μήλωσις
μηλωτή
μηλωτίς
μηλωτρίς
μήμη
μήν
μήν2
μηναγύρτης
μηναῖος
μηνάνθος
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
μηνιάρχης
View word page
μηλωτρίς
instrument for probing

ShortDef

instrument for probing

Debugging

Headword:
μηλωτρίς
Headword (normalized):
μηλωτρίς
Headword (normalized/stripped):
μηλωτρις
IDX:
56774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56775
Key:

Data

{'content': 'instrument for probing'}