Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλοσόη
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοσφαγία
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφορία
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μηλόω
μήλωθρον
μηλών
μηλώσιος
μήλωσις
μηλωτή
View word page
μηλοφορέω
to carry apples

ShortDef

to carry apples

Debugging

Headword:
μηλοφορέω
Headword (normalized):
μηλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
μηλοφορεω
IDX:
56762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56763
Key:

Data

{'content': 'to carry apples'}