Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηλοπέπων
μηλοπλακοῦς
Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλοσόη
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοσφαγία
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφορία
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μηλόω
μήλωθρον
μηλών
μηλώσιος
View word page
μηλοῦχος
a girdle that confines the breasts

ShortDef

a girdle that confines the breasts

Debugging

Headword:
μηλοῦχος
Headword (normalized):
μηλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
μηλουχος
IDX:
56760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56761
Key:

Data

{'content': 'a girdle that confines the breasts'}