Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναζώστρα
ἀναζώωσις
ἀναθάλλω
ἀναθάλπω
ἀνάθαλψις
ἀναθαρσέω
ἀναθάρσησις
ἀναθαρσύνω
ἀναθεάομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
ἀναθετέον
ἀναθετέος
ἀναθέω
View word page
ἀναθεματίζω
to devote
ShortDef
to devote
Debugging
Headword:
ἀναθεματίζω
Headword (normalized):
ἀναθεματίζω
Headword (normalized/stripped):
αναθεματιζω
IDX:
5675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5676
Key:
Data
{'content': 'to devote'}