Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοπέπων
μηλοπλακοῦς
Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλοσόη
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοσφαγία
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφορία
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μηλόω
View word page
μηλοσφαγέω
to slay sheep
ShortDef
to slay sheep
Debugging
Headword:
μηλοσφαγέω
Headword (normalized):
μηλοσφαγέω
Headword (normalized/stripped):
μηλοσφαγεω
IDX:
56757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56758
Key:
Data
{'content': 'to slay sheep'}