Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηλοδωράκινον
μηλοθύτης
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
μηλόμελι
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοπέπων
μηλοπλακοῦς
Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλοσόη
μηλόσπορος
View word page
μῆλον
a sheep

ShortDef

a sheep
tree-fruit

Debugging

Headword:
μῆλον
Headword (normalized):
μῆλον
Headword (normalized/stripped):
μηλον
IDX:
56745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56746
Key:

Data

{'content': 'a sheep'}