Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηλοβότας
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοθύτης
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
μηλόμελι
μῆλον
μῆλον2
View word page
μηλοθύτης
one who sacrifices sheep, a priest
ShortDef
one who sacrifices sheep, a priest
Debugging
Headword:
μηλοθύτης
Headword (normalized):
μηλοθύτης
Headword (normalized/stripped):
μηλοθυτης
IDX:
56736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56737
Key:
Data
{'content': 'one who sacrifices sheep, a priest'}