Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναζωόω
ἀναζωπυρέω
ἀναζωπύρησις
ἀναζώστρα
ἀναζώωσις
ἀναθάλλω
ἀναθάλπω
ἀνάθαλψις
ἀναθαρσέω
ἀναθάρσησις
ἀναθαρσύνω
ἀναθεάομαι
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθεματικός
ἀναθεματισμός
ἀναθεραπεύω
ἀναθερίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθέρμανσις
ἀνάθεσις
View word page
ἀναθαρσύνω
to fill with fresh courage
ShortDef
to fill with fresh courage
Debugging
Headword:
ἀναθαρσύνω
Headword (normalized):
ἀναθαρσύνω
Headword (normalized/stripped):
αναθαρσυνω
IDX:
5672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5673
Key:
Data
{'content': 'to fill with fresh courage'}