Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
μηλίς2
μηλίς3
μηλίτης
μηλοβατέω
μηλοβαφής
Μηλόβιος
μηλοβολέω
Μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβότας
μηλοβοτέω
View word page
μηλίς2
a distemper of asses

ShortDef

appletree
Malian
a distemper of asses
yellow pigment

Debugging

Headword:
μηλίς2
Headword (normalized):
μηλίς
Headword (normalized/stripped):
μηλις2
IDX:
56717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56718
Key:

Data

{'content': 'a distemper of asses'}