Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
μηλίς2
μηλίς3
μηλίτης
μηλοβατέω
μηλοβαφής
Μηλόβιος
μηλοβολέω
Μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβότας
View word page
Μηλίς
Malian
ShortDef
appletree
Malian
a distemper of asses
yellow pigment
Debugging
Headword:
Μηλίς
Headword (normalized):
μηλίς
Headword (normalized/stripped):
μηλις
IDX:
56716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56717
Key:
Data
{'content': 'Malian'}