Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλέη
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
μηλίς2
μηλίς3
μηλίτης
μηλοβατέω
μηλοβαφής
View word page
μηλίζω
to be of a quince-yellow

ShortDef

to be of a quince-yellow

Debugging

Headword:
μηλίζω
Headword (normalized):
μηλίζω
Headword (normalized/stripped):
μηλιζω
IDX:
56711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56712
Key:

Data

{'content': 'to be of a quince-yellow'}