Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλέη
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
μηλίς2
μηλίς3
μηλίτης
μηλοβατέω
View word page
Μηλιεύς
an inhabitant of Malis

ShortDef

an inhabitant of Malis

Debugging

Headword:
Μηλιεύς
Headword (normalized):
μηλιεύς
Headword (normalized/stripped):
μηλιευς
IDX:
56710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56711
Key:

Data

{'content': 'an inhabitant of Malis'}