Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
μηλάνθη
μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλέη
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
μηλίς2
View word page
μήλη
a probe

ShortDef

a probe

Debugging

Headword:
μήλη
Headword (normalized):
μήλη
Headword (normalized/stripped):
μηλη
IDX:
56707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56708
Key:

Data

{'content': 'a probe'}