Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
μηλάνθη
μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλέη
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μήλινος
Μήλιος
μηλίς
Μηλίς
View word page
μήλειος
of a sheep

ShortDef

of a sheep

Debugging

Headword:
μήλειος
Headword (normalized):
μήλειος
Headword (normalized/stripped):
μηλειος
IDX:
56706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56707
Key:

Data

{'content': 'of a sheep'}