Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
μήκων
μηκώνειος
Μηκώνη
μηκωνικός
μηκώνιον
μηκωνίς
μηκωνῖτις
μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
μηλάνθη
μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλέη
View word page
μηκωνῖτις
spurge
ShortDef
spurge
Debugging
Headword:
μηκωνῖτις
Headword (normalized):
μηκωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
μηκωνιτις
IDX:
56695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56696
Key:
Data
{'content': 'spurge'}