Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήκυνσις
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
μήκων
μηκώνειος
Μηκώνη
μηκωνικός
μηκώνιον
μηκωνίς
μηκωνῖτις
μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
μηλάνθη
μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
View word page
μηκωνίς
wild lettuce, Lactuca scariola

ShortDef

wild lettuce, Lactuca scariola

Debugging

Headword:
μηκωνίς
Headword (normalized):
μηκωνίς
Headword (normalized/stripped):
μηκωνις
IDX:
56694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56695
Key:

Data

{'content': 'wild lettuce, Lactuca scariola'}