Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μήκιστος
μηκόθεν
μηκοποιέω
μῆκος
Μηκύβερνα
Μηκυβερναῖος
μήκυνσις
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
μήκων
μηκώνειος
Μηκώνη
μηκωνικός
μηκώνιον
μηκωνίς
μηκωνῖτις
μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
View word page
μηκυσμός
lengthening

ShortDef

lengthening

Debugging

Headword:
μηκυσμός
Headword (normalized):
μηκυσμός
Headword (normalized/stripped):
μηκυσμος
IDX:
56688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56689
Key:

Data

{'content': 'lengthening'}