Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μηκιστηϊάδης
μήκιστος
μηκόθεν
μηκοποιέω
μῆκος
Μηκύβερνα
Μηκυβερναῖος
μήκυνσις
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
μήκων
μηκώνειος
Μηκώνη
μηκωνικός
μηκώνιον
μηκωνίς
μηκωνῖτις
μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
View word page
μηκύνω
to lengthen, prolong, extend
ShortDef
to lengthen, prolong, extend
Debugging
Headword:
μηκύνω
Headword (normalized):
μηκύνω
Headword (normalized/stripped):
μηκυνω
IDX:
56687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56688
Key:
Data
{'content': 'to lengthen, prolong, extend'}