Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μηκάς
μηκασμός
μηκεδανός
μηκέτι
μηκητικός
μηκικός
Μηκιστεύς
Μηκιστηϊάδης
μήκιστος
μηκόθεν
μηκοποιέω
μῆκος
Μηκύβερνα
Μηκυβερναῖος
μήκυνσις
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
μήκων
μηκώνειος
View word page
μηκοποιέω
lengthen

ShortDef

lengthen

Debugging

Headword:
μηκοποιέω
Headword (normalized):
μηκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μηκοποιεω
IDX:
56680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56681
Key:

Data

{'content': 'lengthen'}