Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μηθώνη
μηκάομαι
μηκάς
μηκασμός
μηκεδανός
μηκέτι
μηκητικός
μηκικός
Μηκιστεύς
Μηκιστηϊάδης
μήκιστος
μηκόθεν
μηκοποιέω
μῆκος
Μηκύβερνα
Μηκυβερναῖος
μήκυνσις
μηκυντέον
μηκυντικός
μηκύνω
μηκυσμός
View word page
μήκιστος
tallest

ShortDef

tallest

Debugging

Headword:
μήκιστος
Headword (normalized):
μήκιστος
Headword (normalized/stripped):
μηκιστος
IDX:
56678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56679
Key:

Data

{'content': 'tallest'}