Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετώπιον
μετωπίς
μέτωπον
μετωποσκόπος
μετωποσώφρων
μέχρι
μέχριπερ
μή
μὴ πολλάκις
μή που
μὴ πώποτε
μηγενη
μηδαμά
μηδαμεῖ
μηδαμῆ
View word page
μετωποσώφρων
with modest countenance

ShortDef

with modest countenance

Debugging

Headword:
μετωποσώφρων
Headword (normalized):
μετωποσώφρων
Headword (normalized/stripped):
μετωποσωφρων
IDX:
56613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56614
Key:

Data

{'content': 'with modest countenance'}