Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετώπιον
μετωπίς
μέτωπον
μετωποσκόπος
μετωποσώφρων
μέχρι
μέχριπερ
μή
μὴ πολλάκις
View word page
μετωπίας
having a broad

ShortDef

having a broad

Debugging

Headword:
μετωπίας
Headword (normalized):
μετωπίας
Headword (normalized/stripped):
μετωπιας
IDX:
56607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56608
Key:

Data

{'content': 'having a broad'}