Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετώπιον
μετωπίς
μέτωπον
μετωποσκόπος
μετωποσώφρων
μέχρι
μέχριπερ
View word page
μετωπηδόν
with front-foremost

ShortDef

with front-foremost

Debugging

Headword:
μετωπηδόν
Headword (normalized):
μετωπηδόν
Headword (normalized/stripped):
μετωπηδον
IDX:
56605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56606
Key:

Data

{'content': 'with front-foremost'}