Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετώπιον
μετωπίς
μέτωπον
View word page
μετροσύνθετος
composed in metre

ShortDef

composed in metre

Debugging

Headword:
μετροσύνθετος
Headword (normalized):
μετροσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
μετροσυνθετος
IDX:
56601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56602
Key:

Data

{'content': 'composed in metre'}