Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετώπιον
View word page
μετροποιέω
make by measure
ShortDef
make by measure
Debugging
Headword:
μετροποιέω
Headword (normalized):
μετροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μετροποιεω
IDX:
56599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56600
Key:
Data
{'content': 'make by measure'}