Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπηδόν
View word page
μετρόκροτος
wrought in metre

ShortDef

wrought in metre

Debugging

Headword:
μετρόκροτος
Headword (normalized):
μετρόκροτος
Headword (normalized/stripped):
μετροκροτος
IDX:
56595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56596
Key:

Data

{'content': 'wrought in metre'}