Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μετωνυμία
μετωνυμικός
View word page
μετριοφροσύνη
modesty
ShortDef
modesty
Debugging
Headword:
μετριοφροσύνη
Headword (normalized):
μετριοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
μετριοφροσυνη
IDX:
56593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56594
Key:
Data
{'content': 'modesty'}