Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
View word page
μετριότης
moderation
ShortDef
moderation
Debugging
Headword:
μετριότης
Headword (normalized):
μετριότης
Headword (normalized/stripped):
μετριοτης
IDX:
56591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56592
Key:
Data
{'content': 'moderation'}