Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
View word page
μετριοσύνη
poverty

ShortDef

poverty

Debugging

Headword:
μετριοσύνη
Headword (normalized):
μετριοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μετριοσυνη
IDX:
56590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56591
Key:

Data

{'content': 'poverty'}