Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
View word page
μετριόσιτος
moderate in eating

ShortDef

moderate in eating

Debugging

Headword:
μετριόσιτος
Headword (normalized):
μετριόσιτος
Headword (normalized/stripped):
μετριοσιτος
IDX:
56589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56590
Key:

Data

{'content': 'moderate in eating'}