Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
View word page
μέτριος
within measure
ShortDef
within measure
Debugging
Headword:
μέτριος
Headword (normalized):
μέτριος
Headword (normalized/stripped):
μετριος
IDX:
56588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56589
Key:
Data
{'content': 'within measure'}