Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
View word page
μετριοπότης
a moderate drinker

ShortDef

a moderate drinker

Debugging

Headword:
μετριοπότης
Headword (normalized):
μετριοπότης
Headword (normalized/stripped):
μετριοποτης
IDX:
56587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56588
Key:

Data

{'content': 'a moderate drinker'}