Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
View word page
μετριοπαθής
moderating one's passions

ShortDef

moderating one's passions

Debugging

Headword:
μετριοπαθής
Headword (normalized):
μετριοπαθής
Headword (normalized/stripped):
μετριοπαθης
IDX:
56586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56587
Key:

Data

{'content': "moderating one's passions"}