Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετροειδής
μετρόκροτος
View word page
μετριοπαθέω
to bear reasonably with

ShortDef

to bear reasonably with

Debugging

Headword:
μετριοπαθέω
Headword (normalized):
μετριοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
μετριοπαθεω
IDX:
56585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56586
Key:

Data

{'content': 'to bear reasonably with'}