Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
View word page
μετριολόγος
speaking moderately

ShortDef

speaking moderately

Debugging

Headword:
μετριολόγος
Headword (normalized):
μετριολόγος
Headword (normalized/stripped):
μετριολογος
IDX:
56582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56583
Key:

Data

{'content': 'speaking moderately'}