Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
View word page
μετρικός
metrical, by measure

ShortDef

metrical, by measure

Debugging

Headword:
μετρικός
Headword (normalized):
μετρικός
Headword (normalized/stripped):
μετρικος
IDX:
56580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56581
Key:

Data

{'content': 'metrical, by measure'}