Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
View word page
μετριασμός
jesting

ShortDef

jesting

Debugging

Headword:
μετριασμός
Headword (normalized):
μετριασμός
Headword (normalized/stripped):
μετριασμος
IDX:
56579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56580
Key:

Data

{'content': 'jesting'}