Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
View word page
μετριακός
of moderate amount

ShortDef

of moderate amount

Debugging

Headword:
μετριακός
Headword (normalized):
μετριακός
Headword (normalized/stripped):
μετριακος
IDX:
56578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56579
Key:

Data

{'content': 'of moderate amount'}