Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
View word page
μετρητός
measurable
ShortDef
measurable
Debugging
Headword:
μετρητός
Headword (normalized):
μετρητός
Headword (normalized/stripped):
μετρητος
IDX:
56576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56577
Key:
Data
{'content': 'measurable'}