Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
View word page
μετρητικός
skilled in measuring

ShortDef

skilled in measuring

Debugging

Headword:
μετρητικός
Headword (normalized):
μετρητικός
Headword (normalized/stripped):
μετρητικος
IDX:
56575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56576
Key:

Data

{'content': 'skilled in measuring'}